δεικτικά

δεικτικά
δεικτικός
able to show
neut nom/voc/acc pl
δεικτικά̱ , δεικτικός
able to show
fem nom/voc/acc dual
δεικτικά̱ , δεικτικός
able to show
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δεικτικάς — δεικτικά̱ς , δεικτικός able to show fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεικτικός — ή, ό (AM δεικτικός, ή, όν) 1. ο ικανός ή κατάλληλος να δείξει κάτι 2. φρ. «δεικτικές αντωνυμίες» οι αντωνυμίες που χρησιμεύουν για δείξη, για δείξιμο αισθητό ή νοητό (π.χ. αυτός, ή, ό, εκείνος, η, ο, οὗτος, αὕτη, τοῡτο) 3. φρ. «δεικτικά μόρια»… …   Dictionary of Greek

  • ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… …   Dictionary of Greek

  • όνε — ὅνε, ἥνε, τόνε (Α) (θεσσαλικός τ.) όδε*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τής δεικτ. αντων. ὅ δε στη θεσσαλική και αρκαδική διάλεκτο χρησιμοποιήθηκαν τύποι που σχηματίστηκαν με τα μόρια: νε (πρβλ. τόνε, τάνε), νι (πρβλ. αρκαδ. ὁνί) και νυ (πρβλ. αρκαδ. κυπρ. ὅνυ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”